Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμυλάτος — ἀμυλᾱτος, η, ον (Μ) [ἄμυλον] 1. ο παρασκευασμένος από άμυλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμυλᾱτον πίτα από λεπτό αλεύρι … Dictionary of Greek